Ανατρέχοντας στο γεγονός της τεκνοποίησης στο βάθος του χρόνου, αντιλαμβάνεται κανείς την τεράστια επιρροή της μετεξέλιξης των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, επιβαρύνοντας το θεσμό της οικογένειας. Στα νησιά του Αιγαίου π.χ. το 1960 η μέση ηλικία γάμου ήταν ακόμη 14-17 έτη, ενώ στην Αθήνα του 2010 ξεπερνάει πια τα 30 επηρεάζοντας τις κοινωνικές δομές και την μέση ηλικία τεκνοποίησης (η ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού), με γεωμετρικούς ρυθμούς.
Αν διαχωρίσουμε για λόγους στατιστικούς το γυναικείο πληθυσμό της Ελλάδας που επιθυμεί παιδί, σε ηλικιακές ομάδες ώστε να μελετήσουμε τις επιμέρους συνθήκες που αφορούν κάθε γκρούπ, θα μιλήσουμε μάλλον χονδροειδώς–και με την ποιητική αδεία του επιμερισμού–για τρείς υποκατηγορίες που αυθαίρετα και για «χάριν λόγου» είναι τα 20, 30 & 40 έτη ηλικίας.
Στην κατηγορία των 20, ανήκουν γενικά οι νεαρές γυναίκες που σχεδόν αμέσως μετά το σχολείο και πριν αποκτήσουν πανεπιστημιακή παιδεία ή καριέρα δημιουργούν οικογένεια και παιδιά.
Ενώ απο κοινωνικής άποψης αντιμετωπίζουν αντιξοότητες στην ανταγωνιστική αγορά εργασίας και έτσι αφιερώνονται με ενίοτε αμφιλεγόμενο τρόπο στα παιδιά τους, τουλάχιστον ιατρικά στην νεαρή αυτή ηλικία τα πλεονεκτήματα της επίτευξης εγκυμοσύνης είναι πολλαπλά, εν εξαιρέσει κανείς μόνο νεαρές κοπέλες ανώριμες συναισθηματικά για το φορτίο της εγκυμοσύνης και οι οποίες πάσχουν απο ναυτία η υπερέμεση μέχρι τα τελαυταία στάδια αυτής για λόγους ψυχολογικούς. Οι μηχανισμοί των μυών, των αγγειών, του θυροειδούς του δέρματος και των οστών είναι πιό πλαστικοί, πιό ανθεκτικοί από ποτέ. «Αντέχουν τις πολλαπλές διαφοροποιήσεις της εγκυμοσύνης όπως αύξηση του όγκου πλάσματος, αύξηση βάρους, της συχνότητας αναπνοής, την επιβάρυνση του εντέρου από την προγεστερόνη αλλά και του μαστού από την υπεραύξηση των οιστρογόνων.
Η επίτευξη εγκυμοσύνης είναι ποσοστιαία μεγάλη στην νεαρή ηλικία καθώς οί κύριοι εχθροί της γονιμότητας όπως ινομυώματα και ενδομητρίωση εμφανίζονται συνήθως πολύ αργότερα και η διαδικασία του τοκετού μάλλον καλύτερα ανεκτή καθώς η μήτρα συσπάται καλύτερα, ξεκινάει τη διαδικασία τοκετού από μόνη τσς και ο τράχηλος διαστέλλεται ευκολότερα και γρηγορότερα με αποτέλεσμα το ποσοστό του φυσιολογικού τοκετού να είναι το ψηλότερο όλων των ηλικιών και οι επιπλοκές τοκετού και εγκυμοσύνης όπως αιμορραγία και ατονίες, ρήξης μήτρας, υπέρτασης και τοξιναιμίας να είναι χαμηλές. Τέλος, ο οργανισμός επανέρχεται στην πρότερη κατάστασή του πιο εύκολα και γρήγορα. Εξάλλου αν σκεφτεί κανείς ότι τα γυναικεία ωάρια που θα δώσουν ζωή στα αντίστοιχα τέκνα, είναι ηλικιακά τόσο μεγάλα όσο και οι κατοχοί τους, δηλαδή κοινός «γερνούν μαζί με τις γυναίκες», είναι φυσικά αναμενόμενο το ποσοστό χρωμοσωμιακών ανωμαλιών αλλά και επεμβατικών εξετάσεων όπως η αμνιοπαρακέντηση να είναι ελάχιστα στα 20.
Στην αντίθετη άκρη στέκει το γκούπ των 40, που περιλαμβάνει γυναίκες, συχνά πια στην εποχή μας, όπου η δημιουργία οικογένειας γίνεται μετά την ολοκλήρωση σπουδών, μεταπτυχιακών και καριέρας, οι οποίες ίσως είναι συναισθηματικά και κοινωνικά πιό ώριμες και ικανές αλλά ιατρικά συχνά αντιμετωπίζουν προβλήματα. Η επίτευξη εγκυμοσύνης είναι σαφώς δυσκολότερη καθώς ελλοχεύουν υπογονιμότητα λόγω ενδομητρίωσης, κυστών και ινομυωμάτων αλλά και πρόωρης ωοθηκικής παύσης (POF) με συνέπεια τα χειρουργεία και η εξωσωματική, ποσοστιαία να αυξάνεται πολλές φορές ακόμη και χωρίς αποτέλεσμα (25-30%).
Η καισαρική τομή αυξάνεται κατακόρυφα (50-60% τουλάχιστον) και οι επιπλοκές όπως παλίνδρομες εγκυμοσύνες, αποκόλληση πλακούντα, τοξιναιμία και υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης είναι ιδιαίτερα συχνές. Ατονία της μήτρα και αιμορραγία μετά τον τοκετό και θρομβοφλεβίτιδα είναι επίσης αυξημένες ενώ ο επιπολασμός καρκίνου του μαστού μετά την εγκυμοσύνη τριπλασιάζεται και ίσως αυξάνεται πιό πολύ μετά το θηλασμό σε μια σαραντάρα πρωτοτόκο. Το ποσοστό χρωμοσωμιακής ανωμαλίας του παιδιού στα σαράντα είναι για το μογγολισμό (τρισωμία 21), περίπου 1/35 και γίνεται 1/25 αν συμπεριλάβει κανείς άλλες ανωμαλίες όπως σύνδρομο Edwards, pateau, turner κ.τ.λ.
Η χρυσή τομή, ίσως όπως πάντα, να βρίσκεται κάπου στη μέση στο γκρούπ δηλαδή των 30, όπου και ψυχολογικά η γυναίκα διαθέτει ικανό χρόνο για κοινωνική ή εργασιακή ολοκλήρωση αλλά και συναισθηματικά σύμφωνα βέβαια με τις δεδομένες καινωνικές συνθήκες είναι «έτοιμη» για γάμο και παιδιά. Ιατρικά ευτυχώς το γκρούπ των 30 συμπεριφέρεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του σαν γκρούπ των 20 με ελάχιστες διαφοροποιήσεις κυρίως παραγόντων υπογονομότητας όπως η ενδομητρίωση που «χτυπάει» όλο και νεώτερες γενιές.
Παρόλα αυτά με την πρόοδο των υποειδικοτήτων της γονιμότητας της εμβρυομητρικής αλλά και της ενδοσκοπικής χειρουργικής δίνονται συνήθως ικανοποιητικές και εποικοδομητικές λύσεις με ελάχιστη επιβάρυνση στην υγεία της μητέρας και με επιπλοκές που δεν είναι αυξημένες σε στατιστικό βαθμό σε σχέση με το γκρούπ των 20, όσον αφορά τον τοκετό και την εγκυμοσύνη.
Αν σκεφτεί κανείς ότι ο μέσος όρος ζωής τον 19ο αιώνα ήταν τα 40 έτη, ενώ στις μέρες μας περίπου τα 80, είναι αναμενόμενο η επίτευξη παιδιού να μετατοπισθεί τουλάχιστον μια δεκαετία, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να επηρεάζει την υγεία του συμπλόκου μητέρας-παιδιού και την ολοκλήρωση της διαδικασίας της τεκνοποίησης, με όλες τις συνέπειες που αυτή επιφέρει.